- τερραμυκίνη
- η, Ν(φαρμ.) εμπορική ονομασία αντιβιοτικού φαρμάκου, η οξυτετρακυκλίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. terramycine, εμπορική ονομασία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεραμυκίνη — η, Ν βλ. τερραμυκίνη … Dictionary of Greek